Tweets by @KonnosPoulis Follow @KonnosPoulis

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

«Ποιος είναι αυτός ο κόσμος που μας κάνει όλους τουρίστες;»
















Καθώς κοιτούσα κάτι κορίτσια που έσερναν τον χορό στο πανηγύρι, η χαρά στα πρόσωπα μαζί με την ατζαμοσύνη στα κορμιά μού θύμισαν τουρίστριες που ήρθαν διακοπές στην Ελλάδα και ενθουσιάστηκαν με την παράδοσή μας. Ταράχτηκα καθώς συνειδητοποιούσα ότι αυτές οι κοπέλες δεν είναι τουρίστριες, είναι ξένες στον τόπο τους, και η μουσική που χορεύουν είναι ξένη στο κορμί τους, σα να έβαζες τον παππού μου να χορέψει σε κλαμπ.

Ήταν σα να βλέπεις παιδί που πήρε απότομα μπόι και δεν ξέρει να κουλαντρίσει τα χέρια και τα πόδια του, μιλούσαν ξένη γλώσσα. Να βρεις έναν ντόπιο μεγάλης ηλικίας να δείχνει τι ήταν κάποτε αυτός ο χορός ήταν δώρο ακριβοθώρητο.
Αυτό που καταλάβαινα σιγά-σιγά είναι ότι αυτό που χάνεται στη διασκέδαση του πανηγυριού είναι η παράδοση ως διαδικασία. Όχι η Παράδοση με το κεφαλαίο «π», αυτή που φυλάμε στα μουσεία και που διδάσκουμε στους συλλόγους τις Κυριακές• η κυριολεκτική έννοια της παράδοσης, ότι δηλαδή κάποιος παραδίδει και κάποιος παραλαμβάνει, ότι κάποιος ξέρει να χορεύει και σέρνει τον χορό, και κάποιος δεν ξέρει και ακολουθεί. Αν κανείς δεν παραλαμβάνει τίποτε, έχουμε εκ των πραγμάτων ξεριζωμό. Όπως έλεγε μια Ελληνίδα της Αμερικής: το κόστος της μετανάστευσης είναι πως δεν είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε από τους μεγαλύτερους.
Προσπαθώντας να κατανοήσω τι με στενοχωρεί στο παγηγύρι, εκεί που τόσοι επισκέπτες πίνουν και γλεντούν, κλωθωγυρίζω στο μυαλό μου τη φράση του Κιουρτσάκη από τον Χωρικό στη Νέα Υόρκη, που χρησιμοποίησα στον τίτλο: πως αυτός ο κόσμος μάς κάνει όλους τουρίστες. Διάφορες κατηγορίες ανθρώπων στην εποχή μας (διανοούμενοι, μετανάστες, φοιτητές στο εξωτερικό) ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να εκφραστεί κανείς σε ξένη γλώσσα. Η σημερινή αγωνία για τα σωστά Ελληνικά, και μαζί η βιομηχανία των σχετικών οδηγών, δε δείχνει ακριβώς ότι η ίδια η γλώσσα μας έγινε ξένη; Διότι αυτά δεν οφείλονται βεβαίως σε προσπάθεια γλωσσικής εμβάθυνσης και εκλέπτυνσης, αλλά στον κοινό τρόμο του σφάλματος, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που μαθαίνει ξένη γλώσσα, θαμπωμένος και φοβισμένος. Ποιος χωριάτης έκανε λάθη μιλώντας για το χωράφι του; Τα λάθη μας είναι σύμπτωμα του ξεριζωμού μας, της προσπάθειάς μας δηλαδή να μιλήσουμε μια γλώσσα που είναι αποκομμένη από τη βιωμένη εμπειρία μας.
Η θεμελιώδης μελέτη τού Κιουρτσάκη για την παράδοση βασίζεται, όπως ο δείχνει και ο τίτλος της (Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία), στη σύνδεση της προφορικής παράδοσης με την κοινότητα. Με άλλα λόγια, στη διαπίστωση πως η παράδοση προϋποθέτει την ύπαρξη ομάδας. Και ομάδα θα πει μεταξύ άλλων και μια συγκροτημένη διαδικασία μεταβίβασης. Η βασική παραφωνία του πανηγυριού έγκειται στην απουσία του κοινού κώδικα, απουσία που γίνεται πιο εμφανής από τον μουσικό αχταρμά που συνθέτει το πρόγραμμα, από τη μείξη αταίριαστων οργάνων, και έχει ως αποκορύφωμα το καθιερωμένο βαλς της αδεξιότητας, που παρεμβάλλεται στα παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια του πανηγυριού.
Όχι μόνο ο χορός και η γλώσσα, ακόμη και το περπάτημα είναι υπόθεση πολιτισμική. Διέκρινες κάποτε, λένε, το περπάτημα του μάγκα, όπως διακρίνεις σήμερα το περπάτημα του Άγγλου κολλεγιόπαιδου της Οξφόρδης ή του μετανάστη. Αυτό λοιπόν που αποτυπώνεται ως παραφωνία στο πανηγύρι είναι ότι βλέπεις κορμιά που καταφθάνουν από χίλια δυο μονοπάτια της ζωής (τον κλασικό χορό, τις ατελείωτες ώρες του γραφείου, τη χειρωνακτική εργασία, τον αθλητισμό) να προσπαθούν να συντονιστούν σε κοινή κίνηση, την ώρα που οι εμπειρίες διαφέρουν και η ορχήστρα δεν έχει μαέστρο.
Το μυστικό της άτυπης μεταβίβασης που συνέβαινε στα παραδοσιακά έργα είναι η αυστηρότητά της, κι ας ήταν άτυπη. Ο μαθητευόμενος καραγκιοζοπαίχτης προσπαθούσε να αποσπάσει από τον μάστορα το μυστικό του, ο μάστορας ήλεγχε και καθοδηγούσε τον βοηθό του και το κοινό στο τέλος δεχόταν, απέρριπτε, συνδιαμόρφωνε. Η εποχή μας, εποχή τόσο ωμής ιεραρχίας σε τόσα επίπεδα, καμώνεται ξαφνικά τη δημοκράτισσα, στο μόνο πεδίο που τίποτε δε γίνεται χωρίς ιεράρχηση: τη μάθηση. Όμως η αρχή κάθε μαθητείας είναι ότι ένας έχει την ευθύνη της μετάδοσης.
Και εδώ επιστρέφω: Στο ικαριώτικο πανηγύρι έχουμε χορευτική δημοκρατία, εξισωτισμό. Κανείς δε λέει στον ατσούμπαλο να ακολουθήσει στον χορό, όπως κανείς δε λέει στον φάλτσο να σωπάσει. Ο μαζικός πολιτισμός δεν επιτρέπει τέτοιες βιαιοπραγίες, τις αφήνει για τους αστούς, την όπερα και το μπαλέτο, εκεί που τραγουδάει και χορεύει μόνο ο σπουδαγμένος, και οι άλλοι παρακολουθούν. Για τον μαζικό πολιτισμό δεν υπάρχει ιεραρχία. Το διαπίστωνε και ο Κονδύλης: ο κλασικός μοντερνισμός, έστω και μέσω της διαμαρτυρίας του, είχε αίσθηση ιεραρχίας. Ο καλλιτεχνικός χυλός της μαζικής καταναλωτικής δημοκρατίας δεν έχει αίσθηση ιεραρχίας. Πρόκειται για «χαρούμενο μηδενισμό». Είμαστε όλοι αγαπημένοι και ελεύθεροι, μόνο που αυτό που ακούμε και βλέπουμε βουλιάζει μέρα με την ημέρα, γιατί κανείς δε δικαιούται να πει ότι ο χορός έχει πρωτοχορευτή, ότι δεν είμαστε όλοι ικανοί να σύρουμε τον χορό, όπως δεν είμαστε όλοι ικανοί να τραγουδήσουμε. Εδώ κανείς δεν κρίνει κανέναν, διότι κανείς δεν πρέπει να στενοχωρηθεί. Σκεφτόμουν όμως πως ό,τι ωραίο θαυμάζουμε στην παράδοσή μας, υπάρχει χάρη στην αυστηρότητα κάποιων ανθρώπων που ξεχώρισαν για χάρη μας το ωραίο από το άσχημο. Η σημερινή απέχθεια προς την ιεράρχηση δε θέλει δασκάλους και μαθητές, θέλει ανθρώπους που ενώνονται στο ξεφάντωμα. Δε μαθαίνουν, δε ζορίζονται, «εκφράζονται».
Και επειδή αυτή η κριτική εκλαμβάνεται συνήθως ως εναντίωση στην ισότητα, διευκρινίζω ότι στην πολιτική θα επιθυμούσα την ισότητα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Τη δικαιοσύνη δηλαδή που λέει πως θα τιμωρηθεί και αυτός που κλέβει έναν προϋπολογισμό, όχι μόνο αυτός που κλέβει ένα καρβέλι. Όμως αυτή τη δικαιοσύνη, την ισότητα απέναντι στον νόμο, δε θα μου τη χαρίσει κανείς, ούτε που θα με ρωτήσουν. Ισότητα μου επιβάλλουν εκεί που την έχω ανάγκη λιγότερο, εκεί που διψάω να βρω δασκάλους και στηρίγματα, όχι συντρόφους στην άγνοια. Η μαζική δημοκρατία προσφέρει απλόχερα ισότητα μόνο όταν πρόκειται για τον πολιτιστικό πολτό των μαζών που περιφρονεί.
Μα, θα μου πει κανείς, πανηγύρι είναι, δεν είναι σεμινάριο. Γιατί τόση αγωνία για τη μαθητεία; Εδώ είναι το πιο καίριο σημείο: ο Κιουρτσάκης μιλάει για τον λαό που ήταν τυπικά αγράμματος κι όμως ήταν τόσο σοφός. Βασικό γνώρισμα αυτής της παιδείας ήταν ότι δε χώριζε τον χρόνο σε σεμινάρια και ξεφάντωμα. Ήξερε να σέβεται τα έργα με τα οποία γλεντούσε. Θυμίζει την κουβέντα του Βαγγέλη Παπάζογλου, όταν του ζήτησαν να αλλάξει ένα στίχο τραγουδιού του, από «ψάχνω να βρω τη μοίρα μου και να τηνε ρωτήσω, αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω» και να γράψει «χαρούμενος να ζήσω», και είχε το θάρρος να πει στους λογοκριτές του πως «με τα τραγούδια μου εγώ δεν παίζω». Η δική μας εποχή διακρίνει με στεγανά τον τύπο της ελεύθερης διασκέδασης από την καταναγκαστική μάθηση. Έτσι, η μάθηση γίνεται βραχνάς και η διασκέδαση εκτόνωση.
Ωστόσο, αυτή η αβασάνιστη παροντολατρεία του ξεφαντώματος δεν είναι περιστασιακή, είναι ραχοκοκκαλιά της εποχής. Οι γεροντότεροι δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν πώς χορεύεται ένας παραδοσιακός χορός, διότι στην τεχνολογική εποχή μας οι γεροντότεροι είναι ριζικά ανυπόληπτοι, ήδη από την πρώτη φορά που κοροϊδέψαμε τους παππούδες μας διότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς δουλεύει το τηλεκοντρόλ. Η ριζική ανθρωπολογική αλλαγή του περασμένου αιώνα (που συμβολίζεται με μοντερνισμούς και φουτουρισμούς) είναι πως το κλειδί της σοφίας είναι τώρα φυλαγμένο στο μέλλον, όχι στο παρελθόν, λοιπόν οι παλιοί θεματοφύλακες της σοφίας γίνονται ουραγοί, νεοαναλφάβητοι της τεχνολογικής εποχής. Αυτό δε δηλώνει κατά βάθος και το γεγονός ότι τα καλύτερα νεανικά μυαλά τα προσελκύει τώρα π.χ. η βιοτεχνολογία και όχι η κλασσική φιλολογία; Μια νίκη του μέλλοντος επί του παρελθόντος;
Ο παραδοσιακός άνθρωπος ζούσε μέσα στον πολιτισμό του χωρίς να τον στοχάζεται. Ο σημερινός άνθρωπος είναι καταδικασμένος στην αγωνία της ελευθερίας. Αναζητεί τα κομμάτια της πολιτιστικής του ταυτότητας από τη Βιέννη μέχρι το Μπαλί ή εγκαταλείπεται ράθυμα στη διασκέδαση του φθαρμένου λαϊκού τραγουδιού και την απομίμηση των μουσικών σκουπιδιών της Δύσης. Έτσι, εκεί που συντονισμένα τα κορμιά χόρευαν στον ίδιο ρυθμό, παρόλη την απέραντη ποικιλία τους, τώρα ο ρυθμός δεν ακούγεται. Για να μπορέσουμε να ξαναβρούμε έναν κοινό ρυθμό, να χορέψουμε χωρίς ατζαμοσύνη και να μιλήσουμε χωρίς κομπιάσματα, ίσως ένας δρόμος είναι να ακούσουμε, απλώς να ακούσουμε αυτό που έχουν να πουν οι άνθρωποι που προηγήθηκαν. Αυτή ίσως είναι η ελπίδα του σημερινού ανθρώπου να ανακτήσει ένα σταθερό βήμα.
Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού "Θέματα λογοτεχνίας" στον Γ. Κιουρτσάκη, τ.44 (2010) σ.38-41.


1 σχόλιο:

  1. Δεν ξέρω ποιούς χορευτές είδες και ποιές ορχήστρες άκουσες σε αυτό το πανηγύρι... αλλά μήπως υπερεκτιμάς τους χορευτές και τις ορχήστρες του παρελθόντος (στο σύνολό τους), χωρίς καν να τους δεις και να τους ακούσεις; Γιατί άλλο ο τουρισμός, άλλο το ξεφάντωμα κι άλλο η ελευθερία. Άλλο η παράδοση και άλλο η λαογραφία. Είναι θέματα που μπορείς να γράψεις βιβλία επί βιβλίων (όπως ο Κιουρτσάκης). Εσύ τα έχεις κάνει λίγο αχταρμά σε αυτό το άρθρο. Γιατί αν είναι αισθητικό το πρόβλημα, λίγο (καλό) κρασάκι θα σε βοηθήσει να το ξεπεράσεις. Τα καλά γλέντια δεν χρειάζονται βιρτουόζους του χορού και της μουσικής για να είναι επιτυχιμένα. Υπάρχουν άλλωστε πανηγύρια και πανηγύρια. Καλά και άσχημα. Το Καριώτικο πανηγύρι δεν είναι ένα. Οι Καριώτες λένε ότι ένα καλό πανηγύρι πρέπει να έχει καλό κρασί, καλή μουσική και να πέσει και λίγο ξύλο. Αν δεν έχει αυτά τα στοιχεία δεν είναι καλό. Το πρόβλημα είναι ότι τα έσοδα από τα περισσότερα πανηγύρια στην Ικαριά (και προφανώς και αλλού) πάνε για να τσιμεντωθούν τα ρέματα κ.ο.κ. Και αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος για να τα μποϊκοτάρουμε, αυτό ναι. Σύμφωνα όμως με την εμπειρία μου , όταν υπάρχει σπουδαίος χορευτής (και έχω δει τέτοιους), πάντα αυτός θα σύρει το χορό. Αν υπάρχει και καλή ορχήστρα (και έχω ακούσει τέτοιες), τότε κανείς δεν την κατεβάζει για να παίξουνε οι φάλτσοι. Αλλά όταν δεν υπάρχουν τι θα κάνουμε; Θα πάμε σπίτια μας και θα περιμένουμε τους σωτήρες; Όχι, Θα το πολεμήσουμε με το ρίσκο να μην βγει καλό το πανηγύρι, αφού πήγαμε ως εκεί. Συμπάθα με για τα ορθογραφικά λάθη, άλλα σου γράφει ένας αγράμματος γλετζές που ανατριχιάζει στην ιδέα ότι ακόμα και τα πανηγύρια θέλουν δασκάλους και ιεραρχίες και που, αν και φάλτσος, αναγκάστηκε να παίξει μόνος του μουσική αρκετές φορές για να βγουν διάφορα αυτοσχέδια γλέντια, και που παρακάλαγε να υπάρχει ένας πραγματικός μουσικός να τον αντικαταστήσει. Και που επιτέλους ζω σήμερα και όχι πριν από 50 χρόνια.
    Μαρίνος
    Υ.γ. Τα κατάφερες να με ερεθίσεις τόσο, ώστε να γράψω πάνω από από 2 αράδες. από αυτήν την άποψη το άρθρο πέτυχε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή